οσμή

οσμή
η (Α ὀσμή και επικ. τ. ὀδμή)
το ευχάριστο ή δυσάρεστο αίσθημα τής όσφρησης, ευώδης ή δυσώδης απόπνοια πράγματος, μυρωδιά (α. «πικρὸν ἀποπνείουσα ἁλός... ὀδμήν», Ομ. Οδ.
β. «ὡς καλὴν ὀσμὴν ἔχει», Ευρ.)
νεοελλ.
1. (βιοχ.-χημ.) η ιδιότητα διαφόρων χημικών σωμάτων να διεγείρουν, εκπέμποντας πτητικές ουσίες, τους χημειοϋποδοχείς τού οσφρητικού οργάνου τού ανθρώπου ή ενός ζώου
2. φρ. «φίλτρο οσμών»
τεχνολ. συσκευή που χρησιμοποιείται για τον κλιματισμό εσωτερικών χώρων και την απορρόφηση τών διαφόρων οσμών και αποτελείται από πλάκες ενεργού άνθρακα με πόρους μικρών διαστάσεων, ή, σε περίπτωση μεγαλύτερων απαιτήσεων, από φυσίγγια ενεργού άνθρακα
αρχ.
1. ευώδες μύρο
2. η αίσθηση τής όσφρησης, όσφρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχικός τ. ὀδμή (< θ. ὀδ- τού ὄζω* «μυρίζω» + κατάλ. -μή) αντικαταστάθηκε από τον τ. ὀσμή (< *ὀδ-σμᾱ, με αφομοιωτική τροπή τού οδοντικού -δ- σε -σ- και απλοποίηση τών -σσ-, πρβλ. δασμός < *δατ-σμός: δατέομαι, κλῶσμα < *κλῶθσμα: κλώθω) σύμφωνα με την τάση τής γλώσσας για αποφυγή τού συμπλέγματος -δμ-, η οποία παρατηρείται κυρίως σε ρηματ. τ. (πρβλ. ἴσμεν: ἴδμεν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀσμή — smell fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οσμή — η η μυρωδιά: Δυσάρεστη οσμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀσμῇ — ὀσμάομαι smell at pres subj mp 2nd sg (doric) ὀσμάομαι smell at pres ind mp 2nd sg (doric) ὀσμάομαι smell at pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ὀσμάομαι smell at pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ὀσμή smell fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσμῆι — ὀσμῇ , ὀσμάομαι smell at pres subj mp 2nd sg (doric) ὀσμῇ , ὀσμάομαι smell at pres ind mp 2nd sg (doric) ὀσμῇ , ὀσμάομαι smell at pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ὀσμῇ , ὀσμάομαι smell at pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ὀσμῇ , ὀσμή smell fem dat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οσμίζομαι — [οσμή] 1. μυρίζω, οσφραίνομαι κάτι 2. μτφ. προαισθάνομαι, υποπτεύομαι, αντιλαμβάνομαι …   Dictionary of Greek

  • ὀδμαῖς — ὀσμή smell fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδμαί — ὀσμή smell fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδμῆς — ὀσμή smell fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδμῇσι — ὀσμή smell fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδμῇσιν — ὀσμή smell fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”